- πολύκομος
- πολύκομοςwith much downmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύκομος — ον, Α (για στάχια) αυτός που έχει άφθονη κόμη, πολλά άγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ κομος] … Dictionary of Greek
πολυκόμους — πολύκομος with much down masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλοβος — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
ԳԻՍԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0556 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 14c ա. κομάων, πολύκομος comats, crinitus Ունօղ զգէսս կամ զվարսս երկայնեալս եւ հիւսեալս. գիսարձակ. հերարձակ .... եւ Գեղմնաւոր. ... *Այր եթէ գիսաւոր է,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)